προκύπτω

προκύπτω
ΝΜΑ
σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ.
β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)
νεοελλ.
1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά»)
2. (ως τριτοπρόσ.) προκύπτει
συνάγεται ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα, απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)
μσν.
βγαίνω στο παράθυρο («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)
αρχ.
1. σκύβω, γέρνω προς τα εμπρός και προς τα κάτω
2. ξεπροβάλλω, ξεμυτίζω, προεξέχω (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ βρέφος», Προφ.
β. «κἄρτι προκύπτω ἔξω τοῡ τείχους», Αριστοφ.)
3. εξέρχομαι, εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)
4. ιατρ. πάσχω από πρόπτωση οργάνου
5. σκύβω μπροστά σε κάποιον, υποκύπτω σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», Πλούτ.)
6. (για νερό) ξεπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κύπτω «σκύβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκύπτω — point forwards and downwards pres subj act 1st sg προκύπτω point forwards and downwards pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτω — προέκυψα 1. βγαίνω, σκύβω προς τα εμπρός. 2. (τριτοπρόσωπα), βγαίνω ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα: Δεν προέκυψαν άλλα στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκυπτόντων — προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc/neut gen pl προκύπτω point forwards and downwards pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτει — προκύπτω point forwards and downwards pres ind mp 2nd sg προκύπτω point forwards and downwards pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτομεν — προκύπτω point forwards and downwards pres ind act 1st pl προκύπτω point forwards and downwards imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτον — προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc voc sg προκύπτω point forwards and downwards pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτοντα — προκύπτω point forwards and downwards pres part act neut nom/voc/acc pl προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτουσι — προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκύπτω point forwards and downwards pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύπτουσιν — προκύπτω point forwards and downwards pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προκύπτω point forwards and downwards pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκύψαι — προκύπτω point forwards and downwards aor inf act προκύψαῑ , προκύπτω point forwards and downwards aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”